αλκαλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αλκαλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αλκαλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αλκαλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αλκαλικός you have here. The definition of the word αλκαλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαλκαλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αλκαλικός (alkalikósm (feminine αλκαλική, neuter αλκαλικό)

  1. (chemistry) alkaline

Declension

Declension of αλκαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλκαλικός (alkalikós) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικοί (alkalikoí) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)
genitive αλκαλικού (alkalikoú) αλκαλικής (alkalikís) αλκαλικού (alkalikoú) αλκαλικών (alkalikón) αλκαλικών (alkalikón) αλκαλικών (alkalikón)
accusative αλκαλικό (alkalikó) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικούς (alkalikoús) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)
vocative αλκαλικέ (alkaliké) αλκαλική (alkalikí) αλκαλικό (alkalikó) αλκαλικοί (alkalikoí) αλκαλικές (alkalikés) αλκαλικά (alkaliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλκαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλκαλικός, etc.)

Further reading