αλλαγμένος • (allagménos) m (feminine αλλαγμένη, neuter αλλαγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλαγμένος • | αλλαγμένη • | αλλαγμένο • | αλλαγμένοι • | αλλαγμένες • | αλλαγμένα • |
genitive | αλλαγμένου • | αλλαγμένης • | αλλαγμένου • | αλλαγμένων • | αλλαγμένων • | αλλαγμένων • |
accusative | αλλαγμένο • | αλλαγμένη • | αλλαγμένο • | αλλαγμένους • | αλλαγμένες • | αλλαγμένα • |
vocative | αλλαγμένε • | αλλαγμένη • | αλλαγμένο • | αλλαγμένοι • | αλλαγμένες • | αλλαγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλλαγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλλαγμένος, etc.) |