αλληλοδιάδοχος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αλληλοδιάδοχος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αλληλοδιάδοχος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αλληλοδιάδοχος in singular and plural. Everything you need to know about the word αλληλοδιάδοχος you have here. The definition of the word αλληλοδιάδοχος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαλληλοδιάδοχος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αλληλοδιάδοχος (allilodiádochosm (feminine αλληλοδιάδοχη, neuter αλληλοδιάδοχο)

  1. sequential, consecutive, successive
  2. alternate

Declension

Declension of αλληλοδιάδοχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλληλοδιάδοχος (allilodiádochos) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)
genitive αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) αλληλοδιάδοχης (allilodiádochis) αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon)
accusative αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχους (allilodiádochous) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)
vocative αλληλοδιάδοχε (allilodiádoche) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)