αλληλοδιάδοχος • (allilodiádochos) m (feminine αλληλοδιάδοχη, neuter αλληλοδιάδοχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλληλοδιάδοχος (allilodiádochos) | αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) | αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) | αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) | αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) | αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha) | |
genitive | αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) | αλληλοδιάδοχης (allilodiádochis) | αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) | αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) | αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) | αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) | |
accusative | αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) | αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) | αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) | αλληλοδιάδοχους (allilodiádochous) | αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) | αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha) | |
vocative | αλληλοδιάδοχε (allilodiádoche) | αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) | αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) | αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) | αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) | αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha) |