From Ancient Greek διαδέχομαι (diadékhomai, “to succeed”). First attested 1833.
διαδοχικός • (diadochikós) m (feminine διαδοχική, neuter διαδοχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαδοχικός (diadochikós) | διαδοχική (diadochikí) | διαδοχικό (diadochikó) | διαδοχικοί (diadochikoí) | διαδοχικές (diadochikés) | διαδοχικά (diadochiká) | |
genitive | διαδοχικού (diadochikoú) | διαδοχικής (diadochikís) | διαδοχικού (diadochikoú) | διαδοχικών (diadochikón) | διαδοχικών (diadochikón) | διαδοχικών (diadochikón) | |
accusative | διαδοχικό (diadochikó) | διαδοχική (diadochikí) | διαδοχικό (diadochikó) | διαδοχικούς (diadochikoús) | διαδοχικές (diadochikés) | διαδοχικά (diadochiká) | |
vocative | διαδοχικέ (diadochiké) | διαδοχική (diadochikí) | διαδοχικό (diadochikó) | διαδοχικοί (diadochikoí) | διαδοχικές (diadochikés) | διαδοχικά (diadochiká) |