αλλιώτικος • (alliótikos) m (feminine αλλιώτικη, neuter αλλιώτικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλιώτικος (alliótikos) | αλλιώτικη (alliótiki) | αλλιώτικο (alliótiko) | αλλιώτικοι (alliótikoi) | αλλιώτικες (alliótikes) | αλλιώτικα (alliótika) | |
genitive | αλλιώτικου (alliótikou) | αλλιώτικης (alliótikis) | αλλιώτικου (alliótikou) | αλλιώτικων (alliótikon) | αλλιώτικων (alliótikon) | αλλιώτικων (alliótikon) | |
accusative | αλλιώτικο (alliótiko) | αλλιώτικη (alliótiki) | αλλιώτικο (alliótiko) | αλλιώτικους (alliótikous) | αλλιώτικες (alliótikes) | αλλιώτικα (alliótika) | |
vocative | αλλιώτικε (alliótike) | αλλιώτικη (alliótiki) | αλλιώτικο (alliótiko) | αλλιώτικοι (alliótikoi) | αλλιώτικες (alliótikes) | αλλιώτικα (alliótika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλλιώτικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλλιώτικος, etc.)