Learned borrowing from Ancient Greek ἀλλοδαπός (allodapós)
αλλοδαπός • (allodapós) m (feminine αλλοδαπή, neuter αλλοδαπό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλοδαπός (allodapós) | αλλοδαπή (allodapí) | αλλοδαπό (allodapó) | αλλοδαποί (allodapoí) | αλλοδαπές (allodapés) | αλλοδαπά (allodapá) | |
genitive | αλλοδαπού (allodapoú) | αλλοδαπής (allodapís) | αλλοδαπού (allodapoú) | αλλοδαπών (allodapón) | αλλοδαπών (allodapón) | αλλοδαπών (allodapón) | |
accusative | αλλοδαπό (allodapó) | αλλοδαπή (allodapí) | αλλοδαπό (allodapó) | αλλοδαπούς (allodapoús) | αλλοδαπές (allodapés) | αλλοδαπά (allodapá) | |
vocative | αλλοδαπέ (allodapé) | αλλοδαπή (allodapí) | αλλοδαπό (allodapó) | αλλοδαποί (allodapoí) | αλλοδαπές (allodapés) | αλλοδαπά (allodapá) |
αλλοδαπός • (allodapós) m (plural αλλοδαποί, feminine αλλοδαπή)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλοδαπός (allodapós) | αλλοδαποί (allodapoí) |
genitive | αλλοδαπού (allodapoú) | αλλοδαπών (allodapón) |
accusative | αλλοδαπό (allodapó) | αλλοδαπούς (allodapoús) |
vocative | αλλοδαπέ (allodapé) | αλλοδαποί (allodapoí) |