From έξω (éxo, “outside, extra-”) + γήινος (gíinos, “earthly, terrestrial”), calque of English extraterrestrial.
εξωγήινος • (exogíinos) m (feminine εξωγήινη, neuter εξωγήινο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωγήινος • | εξωγήινη • | εξωγήινο • | εξωγήινοι • | εξωγήινες • | εξωγήινα • |
genitive | εξωγήινου • | εξωγήινης • | εξωγήινου • | εξωγήινων • | εξωγήινων • | εξωγήινων • |
accusative | εξωγήινο • | εξωγήινη • | εξωγήινο • | εξωγήινους • | εξωγήινες • | εξωγήινα • |
vocative | εξωγήινε • | εξωγήινη • | εξωγήινο • | εξωγήινοι • | εξωγήινες • | εξωγήινα • |
εξωγήινος • (exogíinos) m (plural εξωγήινοι, feminine εξωγήινη)