αλύπητος • (alýpitos) m (feminine αλύπητη, neuter αλύπητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλύπητος (alýpitos) | αλύπητη (alýpiti) | αλύπητο (alýpito) | αλύπητοι (alýpitoi) | αλύπητες (alýpites) | αλύπητα (alýpita) | |
genitive | αλύπητου (alýpitou) | αλύπητης (alýpitis) | αλύπητου (alýpitou) | αλύπητων (alýpiton) | αλύπητων (alýpiton) | αλύπητων (alýpiton) | |
accusative | αλύπητο (alýpito) | αλύπητη (alýpiti) | αλύπητο (alýpito) | αλύπητους (alýpitous) | αλύπητες (alýpites) | αλύπητα (alýpita) | |
vocative | αλύπητε (alýpite) | αλύπητη (alýpiti) | αλύπητο (alýpito) | αλύπητοι (alýpitoi) | αλύπητες (alýpites) | αλύπητα (alýpita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλύπητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλύπητος, etc.)