αμεταμέλητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αμεταμέλητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αμεταμέλητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αμεταμέλητος in singular and plural. Everything you need to know about the word αμεταμέλητος you have here. The definition of the word αμεταμέλητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαμεταμέλητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αμεταμέλητος (ametamélitosm (feminine αμεταμέλητη, neuter αμεταμέλητο)

  1. unrepentant, impenitent, unrepenting
  2. ingrained, inveterate

Declension

Declension of αμεταμέλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεταμέλητος (ametamélitos) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
genitive αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητης (ametamélitis) αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton)
accusative αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητους (ametamélitous) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
vocative αμεταμέλητε (ametamélite) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)

Synonyms

Antonyms