αμνηστεύσιμος • (amnistéfsimos) m (feminine αμνηστεύσιμη, neuter αμνηστεύσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμνηστεύσιμος (amnistéfsimos) | αμνηστεύσιμη (amnistéfsimi) | αμνηστεύσιμο (amnistéfsimo) | αμνηστεύσιμοι (amnistéfsimoi) | αμνηστεύσιμες (amnistéfsimes) | αμνηστεύσιμα (amnistéfsima) | |
genitive | αμνηστεύσιμου (amnistéfsimou) | αμνηστεύσιμης (amnistéfsimis) | αμνηστεύσιμου (amnistéfsimou) | αμνηστεύσιμων (amnistéfsimon) | αμνηστεύσιμων (amnistéfsimon) | αμνηστεύσιμων (amnistéfsimon) | |
accusative | αμνηστεύσιμο (amnistéfsimo) | αμνηστεύσιμη (amnistéfsimi) | αμνηστεύσιμο (amnistéfsimo) | αμνηστεύσιμους (amnistéfsimous) | αμνηστεύσιμες (amnistéfsimes) | αμνηστεύσιμα (amnistéfsima) | |
vocative | αμνηστεύσιμε (amnistéfsime) | αμνηστεύσιμη (amnistéfsimi) | αμνηστεύσιμο (amnistéfsimo) | αμνηστεύσιμοι (amnistéfsimoi) | αμνηστεύσιμες (amnistéfsimes) | αμνηστεύσιμα (amnistéfsima) |