αμολόγητος • (amológitos) m (feminine αμολόγητη, neuter αμολόγητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμολόγητος • | αμολόγητη • | αμολόγητο • | αμολόγητοι • | αμολόγητες • | αμολόγητα • |
genitive | αμολόγητου • | αμολόγητης • | αμολόγητου • | αμολόγητων • | αμολόγητων • | αμολόγητων • |
accusative | αμολόγητο • | αμολόγητη • | αμολόγητο • | αμολόγητους • | αμολόγητες • | αμολόγητα • |
vocative | αμολόγητε • | αμολόγητη • | αμολόγητο • | αμολόγητοι • | αμολόγητες • | αμολόγητα • |