αμπελοκαλλιέργεια • (ampelokalliérgeia) f (plural αμπελοκαλλιέργειες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμπελοκαλλιέργεια (ampelokalliérgeia) | αμπελοκαλλιέργειες (ampelokalliérgeies) |
genitive | αμπελοκαλλιέργειας (ampelokalliérgeias) | αμπελοκαλλιεργειών (ampelokalliergeión) |
accusative | αμπελοκαλλιέργεια (ampelokalliérgeia) | αμπελοκαλλιέργειες (ampelokalliérgeies) |
vocative | αμπελοκαλλιέργεια (ampelokalliérgeia) | αμπελοκαλλιέργειες (ampelokalliérgeies) |