ανάγλυφος • (anáglyfos) m (feminine ανάγλυφη, neuter ανάγλυφο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάγλυφος (anáglyfos) | ανάγλυφη (anáglyfi) | ανάγλυφο (anáglyfo) | ανάγλυφοι (anáglyfoi) | ανάγλυφες (anáglyfes) | ανάγλυφα (anáglyfa) | |
genitive | ανάγλυφου (anáglyfou) | ανάγλυφης (anáglyfis) | ανάγλυφου (anáglyfou) | ανάγλυφων (anáglyfon) | ανάγλυφων (anáglyfon) | ανάγλυφων (anáglyfon) | |
accusative | ανάγλυφο (anáglyfo) | ανάγλυφη (anáglyfi) | ανάγλυφο (anáglyfo) | ανάγλυφους (anáglyfous) | ανάγλυφες (anáglyfes) | ανάγλυφα (anáglyfa) | |
vocative | ανάγλυφε (anáglyfe) | ανάγλυφη (anáglyfi) | ανάγλυφο (anáglyfo) | ανάγλυφοι (anáglyfoi) | ανάγλυφες (anáglyfes) | ανάγλυφα (anáglyfa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάγλυφος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάγλυφος, etc.)