ανάκατος • (anákatos) m (feminine ανάκατη, neuter ανάκατο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάκατος (anákatos) | ανάκατη (anákati) | ανάκατο (anákato) | ανάκατοι (anákatoi) | ανάκατες (anákates) | ανάκατα (anákata) | |
genitive | ανάκατου (anákatou) | ανάκατης (anákatis) | ανάκατου (anákatou) | ανάκατων (anákaton) | ανάκατων (anákaton) | ανάκατων (anákaton) | |
accusative | ανάκατο (anákato) | ανάκατη (anákati) | ανάκατο (anákato) | ανάκατους (anákatous) | ανάκατες (anákates) | ανάκατα (anákata) | |
vocative | ανάκατε (anákate) | ανάκατη (anákati) | ανάκατο (anákato) | ανάκατοι (anákatoi) | ανάκατες (anákates) | ανάκατα (anákata) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάκατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάκατος, etc.)