ανάμελος • (anámelos) m (feminine ανάμελη, neuter ανάμελο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάμελος (anámelos) | ανάμελη (anámeli) | ανάμελο (anámelo) | ανάμελοι (anámeloi) | ανάμελες (anámeles) | ανάμελα (anámela) | |
genitive | ανάμελου (anámelou) | ανάμελης (anámelis) | ανάμελου (anámelou) | ανάμελων (anámelon) | ανάμελων (anámelon) | ανάμελων (anámelon) | |
accusative | ανάμελο (anámelo) | ανάμελη (anámeli) | ανάμελο (anámelo) | ανάμελους (anámelous) | ανάμελες (anámeles) | ανάμελα (anámela) | |
vocative | ανάμελε (anámele) | ανάμελη (anámeli) | ανάμελο (anámelo) | ανάμελοι (anámeloi) | ανάμελες (anámeles) | ανάμελα (anámela) |