ανάμικτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανάμικτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανάμικτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανάμικτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανάμικτος you have here. The definition of the word ανάμικτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανάμικτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανάμικτος (anámiktosm (feminine ανάμικτη, neuter ανάμικτο)

  1. Alternative form of ανάμεικτος (anámeiktos)

Declension

Declension of ανάμικτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάμικτος (anámiktos) ανάμικτη (anámikti) ανάμικτο (anámikto) ανάμικτοι (anámiktoi) ανάμικτες (anámiktes) ανάμικτα (anámikta)
genitive ανάμικτου (anámiktou) ανάμικτης (anámiktis) ανάμικτου (anámiktou) ανάμικτων (anámikton) ανάμικτων (anámikton) ανάμικτων (anámikton)
accusative ανάμικτο (anámikto) ανάμικτη (anámikti) ανάμικτο (anámikto) ανάμικτους (anámiktous) ανάμικτες (anámiktes) ανάμικτα (anámikta)
vocative ανάμικτε (anámikte) ανάμικτη (anámikti) ανάμικτο (anámikto) ανάμικτοι (anámiktoi) ανάμικτες (anámiktes) ανάμικτα (anámikta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάμικτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάμικτος, etc.)