ανάμικτος • (anámiktos) m (feminine ανάμικτη, neuter ανάμικτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάμικτος (anámiktos) | ανάμικτη (anámikti) | ανάμικτο (anámikto) | ανάμικτοι (anámiktoi) | ανάμικτες (anámiktes) | ανάμικτα (anámikta) | |
genitive | ανάμικτου (anámiktou) | ανάμικτης (anámiktis) | ανάμικτου (anámiktou) | ανάμικτων (anámikton) | ανάμικτων (anámikton) | ανάμικτων (anámikton) | |
accusative | ανάμικτο (anámikto) | ανάμικτη (anámikti) | ανάμικτο (anámikto) | ανάμικτους (anámiktous) | ανάμικτες (anámiktes) | ανάμικτα (anámikta) | |
vocative | ανάμικτε (anámikte) | ανάμικτη (anámikti) | ανάμικτο (anámikto) | ανάμικτοι (anámiktoi) | ανάμικτες (anámiktes) | ανάμικτα (anámikta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάμικτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάμικτος, etc.)