ανήμερος • (anímeros) m (feminine ανήμερη, neuter ανήμερο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανήμερος (anímeros) | ανήμερη (anímeri) | ανήμερο (anímero) | ανήμεροι (anímeroi) | ανήμερες (anímeres) | ανήμερα (anímera) | |
genitive | ανήμερου (anímerou) | ανήμερης (anímeris) | ανήμερου (anímerou) | ανήμερων (anímeron) | ανήμερων (anímeron) | ανήμερων (anímeron) | |
accusative | ανήμερο (anímero) | ανήμερη (anímeri) | ανήμερο (anímero) | ανήμερους (anímerous) | ανήμερες (anímeres) | ανήμερα (anímera) | |
vocative | ανήμερε (anímere) | ανήμερη (anímeri) | ανήμερο (anímero) | ανήμεροι (anímeroi) | ανήμερες (anímeres) | ανήμερα (anímera) |