αναγεννητικός • (anagennitikós) m (feminine αναγεννητική, neuter αναγεννητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγεννητικός • | αναγεννητική • | αναγεννητικό • | αναγεννητικοί • | αναγεννητικές • | αναγεννητικά • |
genitive | αναγεννητικού • | αναγεννητικής • | αναγεννητικού • | αναγεννητικών • | αναγεννητικών • | αναγεννητικών • |
accusative | αναγεννητικό • | αναγεννητική • | αναγεννητικό • | αναγεννητικούς • | αναγεννητικές • | αναγεννητικά • |
vocative | αναγεννητικέ • | αναγεννητική • | αναγεννητικό • | αναγεννητικοί • | αναγεννητικές • | αναγεννητικά • |