αναζωογονητικός • (anazoogonitikós) m (feminine αναζωογονητική, neuter αναζωογονητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναζωογονητικός (anazoogonitikós) | αναζωογονητική (anazoogonitikí) | αναζωογονητικό (anazoogonitikó) | αναζωογονητικοί (anazoogonitikoí) | αναζωογονητικές (anazoogonitikés) | αναζωογονητικά (anazoogonitiká) | |
genitive | αναζωογονητικού (anazoogonitikoú) | αναζωογονητικής (anazoogonitikís) | αναζωογονητικού (anazoogonitikoú) | αναζωογονητικών (anazoogonitikón) | αναζωογονητικών (anazoogonitikón) | αναζωογονητικών (anazoogonitikón) | |
accusative | αναζωογονητικό (anazoogonitikó) | αναζωογονητική (anazoogonitikí) | αναζωογονητικό (anazoogonitikó) | αναζωογονητικούς (anazoogonitikoús) | αναζωογονητικές (anazoogonitikés) | αναζωογονητικά (anazoogonitiká) | |
vocative | αναζωογονητικέ (anazoogonitiké) | αναζωογονητική (anazoogonitikí) | αναζωογονητικό (anazoogonitikó) | αναζωογονητικοί (anazoogonitikoí) | αναζωογονητικές (anazoogonitikés) | αναζωογονητικά (anazoogonitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναζωογονητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναζωογονητικός, etc.)