Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αναζωπυρώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αναζωπυρώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αναζωπυρώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αναζωπυρώνω you have here. The definition of the word
αναζωπυρώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αναζωπυρώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ἀναζωπυρῶ (anazōpurô) with -ώνω (-óno) suffix, from Ancient Greek ἀναζωπυρέω (anazōpuréō).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.zo.piˈɾo.no/
- Hyphenation: α‧να‧ζω‧πυ‧ρώ‧νω
Verb
αναζωπυρώνω • (anazopyróno) (past αναζωπύρωσα, passive αναζωπυρώνομαι, ppp αναζωπυρωμένος)
- (transitive) to rekindle (physically and figuratively)
Conjugation
αναζωπυρώνω αναζωπυρώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναζωπυρώνω
|
αναζωπυρώσω
|
αναζωπυρώνομαι
|
αναζωπυρωθώ
|
2 sg
|
αναζωπυρώνεις
|
αναζωπυρώσεις
|
αναζωπυρώνεσαι
|
αναζωπυρωθείς
|
3 sg
|
αναζωπυρώνει
|
αναζωπυρώσει
|
αναζωπυρώνεται
|
αναζωπυρωθεί
|
|
1 pl
|
αναζωπυρώνουμε, [‑ομε]
|
αναζωπυρώσουμε, [‑ομε]
|
αναζωπυρωνόμαστε
|
αναζωπυρωθούμε
|
2 pl
|
αναζωπυρώνετε
|
αναζωπυρώσετε
|
αναζωπυρώνεστε, αναζωπυρωνόσαστε
|
αναζωπυρωθείτε
|
3 pl
|
αναζωπυρώνουν(ε)
|
αναζωπυρώσουν(ε)
|
αναζωπυρώνονται
|
αναζωπυρωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναζωπύρωνα
|
αναζωπύρωσα
|
αναζωπυρωνόμουν(α)
|
αναζωπυρώθηκα
|
2 sg
|
αναζωπύρωνες
|
αναζωπύρωσες
|
αναζωπυρωνόσουν(α)
|
αναζωπυρώθηκες
|
3 sg
|
αναζωπύρωνε
|
αναζωπύρωσε
|
αναζωπυρωνόταν(ε)
|
αναζωπυρώθηκε
|
|
1 pl
|
αναζωπυρώναμε
|
αναζωπυρώσαμε
|
αναζωπυρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναζωπυρωθήκαμε
|
2 pl
|
αναζωπυρώνατε
|
αναζωπυρώσατε
|
αναζωπυρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναζωπυρωθήκατε
|
3 pl
|
αναζωπύρωναν, αναζωπυρώναν(ε)
|
αναζωπύρωσαν, αναζωπυρώσαν(ε)
|
αναζωπυρώνονταν, (αναζωπυρωνόντουσαν)
|
αναζωπυρώθηκαν, αναζωπυρωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναζωπυρώνω ➤
|
θα αναζωπυρώσω ➤
|
θα αναζωπυρώνομαι ➤
|
θα αναζωπυρωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναζωπυρώνεις, …
|
θα αναζωπυρώσεις, …
|
θα αναζωπυρώνεσαι, …
|
θα αναζωπυρωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναζωπυρώσει έχω, έχεις, … αναζωπυρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αναζωπυρωθεί είμαι, είσαι, … αναζωπυρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναζωπυρώσει είχα, είχες, … αναζωπυρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αναζωπυρωθεί ήμουν, ήσουν, … αναζωπυρωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναζωπυρώσει θα έχω, θα έχεις, … αναζωπυρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αναζωπυρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναζωπυρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναζωπύρωνε
|
αναζωπύρωσε
|
—
|
αναζωπυρώσου
|
2 pl
|
αναζωπυρώνετε
|
αναζωπυρώστε
|
αναζωπυρώνεστε
|
αναζωπυρωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναζωπυρώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναζωπυρώσει ➤
|
αναζωπυρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναζωπυρώσει
|
αναζωπυρωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References