|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανακαλύπτω
|
ανακαλύψω
|
ανακαλύπτομαι
|
ανακαλυφτώ, ανακαλυφθώ1
|
2 sg
|
ανακαλύπτεις
|
ανακαλύψεις
|
ανακαλύπτεσαι
|
ανακαλυφτείς, ανακαλυφθείς
|
3 sg
|
ανακαλύπτει
|
ανακαλύψει
|
ανακαλύπτεται
|
ανακαλυφτεί, ανακαλυφθεί
|
|
1 pl
|
ανακαλύπτουμε, [‑ομε]
|
ανακαλύψουμε, [‑ομε]
|
ανακαλυπτόμαστε
|
ανακαλυφτούμε, ανακαλυφθούμε
|
2 pl
|
ανακαλύπτετε
|
ανακαλύψετε
|
ανακαλύπτεστε, {ανακαλύπτεσθε}, ανακαλυπτόσαστε
|
ανακαλυφτείτε, ανακαλυφθείτε
|
3 pl
|
ανακαλύπτουν(ε)
|
ανακαλύψουν(ε)
|
ανακαλύπτονται
|
ανακαλυφτούν(ε), ανακαλυφθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανακάλυπτα
|
ανακάλυψα
|
ανακαλυπτόμουν(α)
|
ανακαλύφτηκα, ανακαλύφθηκα1, [{ανεκαλύφθην}]
|
2 sg
|
ανακάλυπτες
|
ανακάλυψες
|
ανακαλυπτόσουν(α)
|
ανακαλύφτηκες, ανακαλύφθηκες, [{ανεκαλύφθης}]
|
3 sg
|
ανακάλυπτε
|
ανακάλυψε
|
ανακαλυπτόταν(ε)
|
ανακαλύφτηκε, ανακαλύφθηκε, {ανεκαλύφθη}
|
|
1 pl
|
ανακαλύπταμε
|
ανακαλύψαμε
|
ανακαλυπτόμασταν, (‑όμαστε)
|
ανακαλυφτήκαμε, ανακαλυφθήκαμε, [{ανεκαλύφθημεν}]
|
2 pl
|
ανακαλύπτατε
|
ανακαλύψατε
|
ανακαλυπτόσασταν, (‑όσαστε)
|
ανακαλυφτήκατε, ανακαλυφθήκατε, [{ανεκαλύφθητε}]
|
3 pl
|
ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε)
|
ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε)
|
ανακαλύπτονταν, (ανακαλυπτόντουσαν)
|
ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε), ανακαλύφθηκαν, {ανεκαλύφθησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανακαλύπτω ➤
|
θα ανακαλύψω ➤
|
θα ανακαλύπτομαι ➤
|
θα ανακαλυφτώ / ανακαλυφθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανακαλύπτεις, …
|
θα ανακαλύψεις, …
|
θα ανακαλύπτεσαι, …
|
θα ανακαλυφτείς / ανακαλυφθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανακαλύψει έχω, έχεις, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί είμαι, είσαι, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανακαλύψει είχα, είχες, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί ήμουν, ήσουν, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανακαλύψει θα έχω, θα έχεις, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανακάλυπτε
|
ανακάλυψε
|
—
|
ανακαλύψου
|
2 pl
|
ανακαλύπτετε
|
ανακαλύψτε
|
ανακαλύπτεστε, {ανακαλύπτεσθε}
|
ανακαλυφτείτε, ανακαλυφθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανακαλύπτοντας ➤
|
ανακαλυπτόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανακαλύψει ➤
|
[ανακαλυμμένος,‑-η,‑-ο] ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανακαλύψει
|
ανακαλυφτεί, ανακαλυφθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. All forms with -φθ- are more formal, with -φτ- less formal. • Also, formal passive past participle ανακαλυφθείς (anakalyftheís), ανακαλυφθείσα (anakalyftheísa), ανακαλυφθέν (anakalyfthén) • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|