ανακλαστικός • (anaklastikós) m (feminine ανακλαστική, neuter ανακλαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακλαστικός • | ανακλαστική • | ανακλαστικό • | ανακλαστικοί • | ανακλαστικές • | ανακλαστικά • |
genitive | ανακλαστικού • | ανακλαστικής • | ανακλαστικού • | ανακλαστικών • | ανακλαστικών • | ανακλαστικών • |
accusative | ανακλαστικό • | ανακλαστική • | ανακλαστικό • | ανακλαστικούς • | ανακλαστικές • | ανακλαστικά • |
vocative | ανακλαστικέ • | ανακλαστική • | ανακλαστικό • | ανακλαστικοί • | ανακλαστικές • | ανακλαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανακλαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανακλαστικός, etc.) |