Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ανακοινώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ανακοινώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ανακοινώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
ανακοινώνω you have here. The definition of the word
ανακοινώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ανακοινώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
from ανα- (ana-) + Ancient Greek κοινόω (koinóō) to communicate
Pronunciation
- IPA(key): /anaciˈnono/
- Hyphenation: α‧να‧κοι‧νώ‧νω
Verb
ανακοινώνω • (anakoinóno) (past ανακοίνωσα, passive ανακοινώνομαι)
- to announce, declare (make people aware of something)
Τις νέες διοικήσεις σε νοσοκομεία ανακοίνωσε το Υπουργείο Υγείας.- Tis nées dioikíseis se nosokomeía anakoínose to Ypourgeío Ygeías.
- New administrations in hospitals have been announced by the Ministry of Health.
Conjugation
ανακοινώνω ανακοινώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανακοινώνω
|
ανακοινώσω
|
ανακοινώνομαι
|
ανακοινωθώ
|
2 sg
|
ανακοινώνεις
|
ανακοινώσεις
|
ανακοινώνεσαι
|
ανακοινωθείς
|
3 sg
|
ανακοινώνει
|
ανακοινώσει
|
ανακοινώνεται
|
ανακοινωθεί
|
|
1 pl
|
ανακοινώνουμε, [‑ομε]
|
ανακοινώσουμε, [‑ομε]
|
ανακοινωνόμαστε
|
ανακοινωθούμε
|
2 pl
|
ανακοινώνετε
|
ανακοινώσετε
|
ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε
|
ανακοινωθείτε
|
3 pl
|
ανακοινώνουν(ε)
|
ανακοινώσουν(ε)
|
ανακοινώνονται
|
ανακοινωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανακοίνωνα
|
ανακοίνωσα
|
ανακοινωνόμουν(α)
|
ανακοινώθηκα
|
2 sg
|
ανακοίνωνες
|
ανακοίνωσες
|
ανακοινωνόσουν(α)
|
ανακοινώθηκες
|
3 sg
|
ανακοίνωνε
|
ανακοίνωσε
|
ανακοινωνόταν(ε)
|
ανακοινώθηκε
|
|
1 pl
|
ανακοινώναμε
|
ανακοινώσαμε
|
ανακοινωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
ανακοινωθήκαμε
|
2 pl
|
ανακοινώνατε
|
ανακοινώσατε
|
ανακοινωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
ανακοινωθήκατε
|
3 pl
|
ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε)
|
ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε)
|
ανακοινώνονταν, (ανακοινωνόντουσαν)
|
ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανακοινώνω ➤
|
θα ανακοινώσω ➤
|
θα ανακοινώνομαι ➤
|
θα ανακοινωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανακοινώνεις, …
|
θα ανακοινώσεις, …
|
θα ανακοινώνεσαι, …
|
θα ανακοινωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανακοινώσει έχω, έχεις, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανακοινωθεί είμαι, είσαι, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανακοινώσει είχα, είχες, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανακοινωθεί ήμουν, ήσουν, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανακοινώσει θα έχω, θα έχεις, … ανακοινωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανακοινωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανακοίνωνε
|
ανακοίνωσε
|
—
|
ανακοινώσου
|
2 pl
|
ανακοινώνετε
|
ανακοινώστε
|
ανακοινώνεστε
|
ανακοινωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανακοινώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανακοινώσει ➤
|
ανακοινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανακοινώσει
|
ανακοινωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|