Learned borrowing from Byzantine Greek ανακριβής (anakribḗs).[1] By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + ακριβής (akrivís).
ανακριβής • (anakrivís) m (feminine ανακριβής, neuter ανακριβές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακριβής (anakrivís) | ανακριβής (anakrivís) | ανακριβές (anakrivés) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβή (anakriví) | |
genitive | ανακριβούς (anakrivoús) ανακριβή (anakriví) |
ανακριβούς (anakrivoús) | ανακριβούς (anakrivoús) | ανακριβών (anakrivón) | ανακριβών (anakrivón) | ανακριβών (anakrivón) | |
accusative | ανακριβή (anakriví) | ανακριβή (anakriví) | ανακριβές (anakrivés) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβή (anakriví) | |
vocative | ανακριβή (anakriví) ανακριβής (anakrivís) |
ανακριβής (anakrivís) | ανακριβές (anakrivés) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβείς (anakriveís) | ανακριβή (anakriví) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανακριβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανακριβής, etc.)