ανακτορικός • (anaktorikós) m (feminine ανακτορική, neuter ανακτορικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακτορικός (anaktorikós) | ανακτορική (anaktorikí) | ανακτορικό (anaktorikó) | ανακτορικοί (anaktorikoí) | ανακτορικές (anaktorikés) | ανακτορικά (anaktoriká) | |
genitive | ανακτορικού (anaktorikoú) | ανακτορικής (anaktorikís) | ανακτορικού (anaktorikoú) | ανακτορικών (anaktorikón) | ανακτορικών (anaktorikón) | ανακτορικών (anaktorikón) | |
accusative | ανακτορικό (anaktorikó) | ανακτορική (anaktorikí) | ανακτορικό (anaktorikó) | ανακτορικούς (anaktorikoús) | ανακτορικές (anaktorikés) | ανακτορικά (anaktoriká) | |
vocative | ανακτορικέ (anaktoriké) | ανακτορική (anaktorikí) | ανακτορικό (anaktorikó) | ανακτορικοί (anaktorikoí) | ανακτορικές (anaktorikés) | ανακτορικά (anaktoriká) |