μεγαλοπρεπής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεγαλοπρεπής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεγαλοπρεπής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεγαλοπρεπής in singular and plural. Everything you need to know about the word μεγαλοπρεπής you have here. The definition of the word μεγαλοπρεπής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεγαλοπρεπής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek μεγαλοπρεπής (megaloprepḗs).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /me.ɣa.lo.pɾeˈpis/
  • Hyphenation: με‧γα‧λο‧πρε‧πής

Adjective

μεγαλοπρεπής (megaloprepísm (feminine μεγαλοπρεπής, neuter μεγαλοπρεπές)

  1. magnificent, grandiose, majestic, splendid (grand and impressive in appearance)
    Near-synonyms: επιβλητικός (epivlitikós), μεγαλειώδης (megaleiódis)

Declension

Declension of μεγαλοπρεπής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
genitive μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús)
μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús) μεγαλοπρεπούς (megaloprepoús) μεγαλοπρεπών (megaloprepón) μεγαλοπρεπών (megaloprepón) μεγαλοπρεπών (megaloprepón)
accusative μεγαλοπρεπή (megaloprepí) μεγαλοπρεπή (megaloprepí) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
vocative μεγαλοπρεπή (megaloprepí)
μεγαλοπρεπής (megaloprepís)
μεγαλοπρεπής (megaloprepís) μεγαλοπρεπές (megaloprepés) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπείς (megaloprepeís) μεγαλοπρεπή (megaloprepí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεγαλοπρεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεγαλοπρεπής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγαλοπρεπέστερος (megaloprepésteros) μεγαλοπρεπέστερη (megaloprepésteri) μεγαλοπρεπέστερο (megaloprepéstero) μεγαλοπρεπέστεροι (megaloprepésteroi) μεγαλοπρεπέστερες (megaloprepésteres) μεγαλοπρεπέστερα (megaloprepéstera)
genitive μεγαλοπρεπέστερου (megaloprepésterou) μεγαλοπρεπέστερης (megaloprepésteris) μεγαλοπρεπέστερου (megaloprepésterou) μεγαλοπρεπέστερων (megaloprepésteron) μεγαλοπρεπέστερων (megaloprepésteron) μεγαλοπρεπέστερων (megaloprepésteron)
accusative μεγαλοπρεπέστερο (megaloprepéstero) μεγαλοπρεπέστερη (megaloprepésteri) μεγαλοπρεπέστερο (megaloprepéstero) μεγαλοπρεπέστερους (megaloprepésterous) μεγαλοπρεπέστερες (megaloprepésteres) μεγαλοπρεπέστερα (megaloprepéstera)
vocative μεγαλοπρεπέστερε (megaloprepéstere) μεγαλοπρεπέστερη (megaloprepésteri) μεγαλοπρεπέστερο (megaloprepéstero) μεγαλοπρεπέστεροι (megaloprepésteroi) μεγαλοπρεπέστερες (megaloprepésteres) μεγαλοπρεπέστερα (megaloprepéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεγαλοπρεπέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγαλοπρεπέστατος (megaloprepéstatos) μεγαλοπρεπέστατη (megaloprepéstati) μεγαλοπρεπέστατο (megaloprepéstato) μεγαλοπρεπέστατοι (megaloprepéstatoi) μεγαλοπρεπέστατες (megaloprepéstates) μεγαλοπρεπέστατα (megaloprepéstata)
genitive μεγαλοπρεπέστατου (megaloprepéstatou) μεγαλοπρεπέστατης (megaloprepéstatis) μεγαλοπρεπέστατου (megaloprepéstatou) μεγαλοπρεπέστατων (megaloprepéstaton) μεγαλοπρεπέστατων (megaloprepéstaton) μεγαλοπρεπέστατων (megaloprepéstaton)
accusative μεγαλοπρεπέστατο (megaloprepéstato) μεγαλοπρεπέστατη (megaloprepéstati) μεγαλοπρεπέστατο (megaloprepéstato) μεγαλοπρεπέστατους (megaloprepéstatous) μεγαλοπρεπέστατες (megaloprepéstates) μεγαλοπρεπέστατα (megaloprepéstata)
vocative μεγαλοπρεπέστατε (megaloprepéstate) μεγαλοπρεπέστατη (megaloprepéstati) μεγαλοπρεπέστατο (megaloprepéstato) μεγαλοπρεπέστατοι (megaloprepéstatoi) μεγαλοπρεπέστατες (megaloprepéstates) μεγαλοπρεπέστατα (megaloprepéstata)

References

  1. ^ μεγαλοπρεπής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language