επιβλητικός • (epivlitikós) m (feminine επιβλητική, neuter επιβλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιβλητικός (epivlitikós) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικοί (epivlitikoí) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) | |
genitive | επιβλητικού (epivlitikoú) | επιβλητικής (epivlitikís) | επιβλητικού (epivlitikoú) | επιβλητικών (epivlitikón) | επιβλητικών (epivlitikón) | επιβλητικών (epivlitikón) | |
accusative | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικούς (epivlitikoús) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) | |
vocative | επιβλητικέ (epivlitiké) | επιβλητική (epivlitikí) | επιβλητικό (epivlitikó) | επιβλητικοί (epivlitikoí) | επιβλητικές (epivlitikés) | επιβλητικά (epivlitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλητικός, etc.)