επιβλητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επιβλητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επιβλητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επιβλητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word επιβλητικός you have here. The definition of the word επιβλητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπιβλητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

επιβλητικός (epivlitikósm (feminine επιβλητική, neuter επιβλητικό)

  1. awesome, grandiose, imposing, impressive, magnificent, majestic, monumental (magnificent)
    Εννιακόσια χιλιάδες ελαιόδεντρα, ακόμη και αιωνόβια, ξεριζώθηκαν για να ανεγερθεί αυτό το επιβλητικό και άχρηστο έργο.
    Enniakósia chiliádes elaiódentra, akómi kai aionóvia, xerizóthikan gia na anegertheí aftó to epivlitikó kai áchristo érgo.
    Nine hundred thousand olive trees, some of them centuries old, have been destroyed to make this impressive but useless structure.

Declension

Declension of επιβλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιβλητικός (epivlitikós) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικοί (epivlitikoí) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)
genitive επιβλητικού (epivlitikoú) επιβλητικής (epivlitikís) επιβλητικού (epivlitikoú) επιβλητικών (epivlitikón) επιβλητικών (epivlitikón) επιβλητικών (epivlitikón)
accusative επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικούς (epivlitikoús) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)
vocative επιβλητικέ (epivlitiké) επιβλητική (epivlitikí) επιβλητικό (epivlitikó) επιβλητικοί (epivlitikoí) επιβλητικές (epivlitikés) επιβλητικά (epivlitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλητικός, etc.)

Further reading