From Ancient Greek ἀνακόλουθος (anakólouthos).
ανακόλουθος • (anakólouthos) m (feminine ανακόλουθη, neuter ανακόλουθο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακόλουθος • | ανακόλουθη • | ανακόλουθο • | ανακόλουθοι • | ανακόλουθες • | ανακόλουθα • |
genitive | ανακόλουθου • | ανακόλουθης • | ανακόλουθου • | ανακόλουθων • | ανακόλουθων • | ανακόλουθων • |
accusative | ανακόλουθο • | ανακόλουθη • | ανακόλουθο • | ανακόλουθους • | ανακόλουθες • | ανακόλουθα • |
vocative | ανακόλουθε • | ανακόλουθη • | ανακόλουθο • | ανακόλουθοι • | ανακόλουθες • | ανακόλουθα • |