αναληθής • (analithís) m (feminine αναληθής, neuter αναληθές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναληθής • | αναληθής • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
genitive | αναληθούς • / αναληθή • | αναληθούς • | αναληθούς • | αναληθών • | αναληθών • | αναληθών • |
accusative | αναληθή • | αναληθή • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
vocative | αναληθή • / αναληθής • | αναληθής • | αναληθές • | αναληθείς • | αναληθείς • | αναληθή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναληθής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναληθής, etc.) |