αναλογικός • (analogikós) m (feminine αναλογική, neuter αναλογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναλογικός (analogikós) | αναλογική (analogikí) | αναλογικό (analogikó) | αναλογικοί (analogikoí) | αναλογικές (analogikés) | αναλογικά (analogiká) | |
genitive | αναλογικού (analogikoú) | αναλογικής (analogikís) | αναλογικού (analogikoú) | αναλογικών (analogikón) | αναλογικών (analogikón) | αναλογικών (analogikón) | |
accusative | αναλογικό (analogikó) | αναλογική (analogikí) | αναλογικό (analogikó) | αναλογικούς (analogikoús) | αναλογικές (analogikés) | αναλογικά (analogiká) | |
vocative | αναλογικέ (analogiké) | αναλογική (analogikí) | αναλογικό (analogikó) | αναλογικοί (analogikoí) | αναλογικές (analogikés) | αναλογικά (analogiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναλογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναλογικός, etc.)