αναλυτός • (analytós) m (feminine αναλυτή, neuter αναλυτό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναλυτός (analytós) | αναλυτή (analytí) | αναλυτό (analytó) | αναλυτοί (analytoí) | αναλυτές (analytés) | αναλυτά (analytá) | |
genitive | αναλυτού (analytoú) | αναλυτής (analytís) | αναλυτού (analytoú) | αναλυτών (analytón) | αναλυτών (analytón) | αναλυτών (analytón) | |
accusative | αναλυτό (analytó) | αναλυτή (analytí) | αναλυτό (analytó) | αναλυτούς (analytoús) | αναλυτές (analytés) | αναλυτά (analytá) | |
vocative | αναλυτέ (analyté) | αναλυτή (analytí) | αναλυτό (analytó) | αναλυτοί (analytoí) | αναλυτές (analytés) | αναλυτά (analytá) |