Perfect participle of αναμαλλιάζομαι (anamalliázomai), passive voice of αναμαλλιάζω.
αναμαλλιασμένος • (anamalliasménos) m (feminine αναμαλλιασμένη, neuter αναμαλλιασμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμαλλιασμένος (anamalliasménos) | αναμαλλιασμένη (anamalliasméni) | αναμαλλιασμένο (anamalliasméno) | αναμαλλιασμένοι (anamalliasménoi) | αναμαλλιασμένες (anamalliasménes) | αναμαλλιασμένα (anamalliasména) | |
genitive | αναμαλλιασμένου (anamalliasménou) | αναμαλλιασμένης (anamalliasménis) | αναμαλλιασμένου (anamalliasménou) | αναμαλλιασμένων (anamalliasménon) | αναμαλλιασμένων (anamalliasménon) | αναμαλλιασμένων (anamalliasménon) | |
accusative | αναμαλλιασμένο (anamalliasméno) | αναμαλλιασμένη (anamalliasméni) | αναμαλλιασμένο (anamalliasméno) | αναμαλλιασμένους (anamalliasménous) | αναμαλλιασμένες (anamalliasménes) | αναμαλλιασμένα (anamalliasména) | |
vocative | αναμαλλιασμένε (anamalliasméne) | αναμαλλιασμένη (anamalliasméni) | αναμαλλιασμένο (anamalliasméno) | αναμαλλιασμένοι (anamalliasménoi) | αναμαλλιασμένες (anamalliasménes) | αναμαλλιασμένα (anamalliasména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναμαλλιασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναμαλλιασμένος, etc.)