Learned borrowing from Koine Greek ἀναμφίβολος (anamphíbolos).[1] By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αμφίβολος (amfívolos).
αναμφίβολος • (anamfívolos) m (feminine αναμφίβολοη, neuter αναμφίβολο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμφίβολος (anamfívolos) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολοι (anamfívoloi) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) | |
genitive | αναμφίβολου (anamfívolou) | αναμφίβολης (anamfívolis) | αναμφίβολου (anamfívolou) | αναμφίβολων (anamfívolon) | αναμφίβολων (anamfívolon) | αναμφίβολων (anamfívolon) | |
accusative | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολους (anamfívolous) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) | |
vocative | αναμφίβολε (anamfívole) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολοι (anamfívoloi) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) |