(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
αναμφισβήτητος • (anamfisvítitos) m (feminine αναμφισβήτητη, neuter αναμφισβήτητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμφισβήτητος (anamfisvítitos) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητοι (anamfisvítitoi) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) | |
genitive | αναμφισβήτητου (anamfisvítitou) | αναμφισβήτητης (anamfisvítitis) | αναμφισβήτητου (anamfisvítitou) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | αναμφισβήτητων (anamfisvítiton) | |
accusative | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητους (anamfisvítitous) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) | |
vocative | αναμφισβήτητε (anamfisvítite) | αναμφισβήτητη (anamfisvítiti) | αναμφισβήτητο (anamfisvítito) | αναμφισβήτητοι (anamfisvítitoi) | αναμφισβήτητες (anamfisvítites) | αναμφισβήτητα (anamfisvítita) |