Learned borrowing from Koine Greek ἀναπαυστικός (anapaustikós), with semantic loan from English comfortable and French confortable.[1]
αναπαυτικός • (anapaftikós) m (feminine αναπαυτική, neuter αναπαυτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπαυτικός • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικοί • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
genitive | αναπαυτικού • | αναπαυτικής • | αναπαυτικού • | αναπαυτικών • | αναπαυτικών • | αναπαυτικών • |
accusative | αναπαυτικό • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικούς • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
vocative | αναπαυτικέ • | αναπαυτική • | αναπαυτικό • | αναπαυτικοί • | αναπαυτικές • | αναπαυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναπαυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναπαυτικός, etc.) |