αναποχώριστος • (anapochóristos) m (feminine αναποχώριστη, neuter αναποχώριστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναποχώριστος (anapochóristos) | αναποχώριστη (anapochóristi) | αναποχώριστο (anapochóristo) | αναποχώριστοι (anapochóristoi) | αναποχώριστες (anapochóristes) | αναποχώριστα (anapochórista) | |
genitive | αναποχώριστου (anapochóristou) | αναποχώριστης (anapochóristis) | αναποχώριστου (anapochóristou) | αναποχώριστων (anapochóriston) | αναποχώριστων (anapochóriston) | αναποχώριστων (anapochóriston) | |
accusative | αναποχώριστο (anapochóristo) | αναποχώριστη (anapochóristi) | αναποχώριστο (anapochóristo) | αναποχώριστους (anapochóristous) | αναποχώριστες (anapochóristes) | αναποχώριστα (anapochórista) | |
vocative | αναποχώριστε (anapochóriste) | αναποχώριστη (anapochóristi) | αναποχώριστο (anapochóristo) | αναποχώριστοι (anapochóristoi) | αναποχώριστες (anapochóristes) | αναποχώριστα (anapochórista) |