αναποχώριστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναποχώριστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναποχώριστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναποχώριστος in singular and plural. Everything you need to know about the word αναποχώριστος you have here. The definition of the word αναποχώριστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναποχώριστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναποχώριστος (anapochóristosm (feminine αναποχώριστη, neuter αναποχώριστο)

  1. inseparable

Declension

Declension of αναποχώριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναποχώριστος (anapochóristos) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστοι (anapochóristoi) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)
genitive αναποχώριστου (anapochóristou) αναποχώριστης (anapochóristis) αναποχώριστου (anapochóristou) αναποχώριστων (anapochóriston) αναποχώριστων (anapochóriston) αναποχώριστων (anapochóriston)
accusative αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστους (anapochóristous) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)
vocative αναποχώριστε (anapochóriste) αναποχώριστη (anapochóristi) αναποχώριστο (anapochóristo) αναποχώριστοι (anapochóristoi) αναποχώριστες (anapochóristes) αναποχώριστα (anapochórista)

Synonyms