αχώριστος • (achóristos) m (feminine αχώριστη, neuter αχώριστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αχώριστος • | αχώριστη • | αχώριστο • | αχώριστοι • | αχώριστες • | αχώριστα • |
genitive | αχώριστου • | αχώριστης • | αχώριστου • | αχώριστων • | αχώριστων • | αχώριστων • |
accusative | αχώριστο • | αχώριστη • | αχώριστο • | αχώριστους • | αχώριστες • | αχώριστα • |
vocative | αχώριστε • | αχώριστη • | αχώριστο • | αχώριστοι • | αχώριστες • | αχώριστα • |