Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀναπόσβεστος (anapósbestos, “inextinguishable”). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αποσβεσ- (aposves-, “to erase, amortize”) + -τος (-tos), from ἀποσβέννῡμι (aposbénnūmi, “to extinguish”).
αναπόσβεστος • (anapósvestos) m (feminine αναπόσβεστη, neuter αναπόσβεστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόσβεστος • | αναπόσβεστη • | αναπόσβεστο • | αναπόσβεστοι • | αναπόσβεστες • | αναπόσβεστα • |
genitive | αναπόσβεστου • | αναπόσβεστης • | αναπόσβεστου • | αναπόσβεστων • | αναπόσβεστων • | αναπόσβεστων • |
accusative | αναπόσβεστο • | αναπόσβεστη • | αναπόσβεστο • | αναπόσβεστους • | αναπόσβεστες • | αναπόσβεστα • |
vocative | αναπόσβεστε • | αναπόσβεστη • | αναπόσβεστο • | αναπόσβεστοι • | αναπόσβεστες • | αναπόσβεστα • |