αναστάσιμος • (anastásimos) m (feminine αναστάσιμη, neuter αναστάσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναστάσιμος (anastásimos) | αναστάσιμη (anastásimi) | αναστάσιμο (anastásimo) | αναστάσιμοι (anastásimoi) | αναστάσιμες (anastásimes) | αναστάσιμα (anastásima) | |
genitive | αναστάσιμου (anastásimou) | αναστάσιμης (anastásimis) | αναστάσιμου (anastásimou) | αναστάσιμων (anastásimon) | αναστάσιμων (anastásimon) | αναστάσιμων (anastásimon) | |
accusative | αναστάσιμο (anastásimo) | αναστάσιμη (anastásimi) | αναστάσιμο (anastásimo) | αναστάσιμους (anastásimous) | αναστάσιμες (anastásimes) | αναστάσιμα (anastásima) | |
vocative | αναστάσιμε (anastásime) | αναστάσιμη (anastásimi) | αναστάσιμο (anastásimo) | αναστάσιμοι (anastásimoi) | αναστάσιμες (anastásimes) | αναστάσιμα (anastásima) |