ανασφαλής • (anasfalís) m (feminine ανασφαλής, neuter ανασφαλές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανασφαλής (anasfalís) | ανασφαλής (anasfalís) | ανασφαλές (anasfalés) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλή (anasfalí) | |
genitive | ανασφαλούς (anasfaloús) ανασφαλή (anasfalí) |
ανασφαλούς (anasfaloús) | ανασφαλούς (anasfaloús) | ανασφαλών (anasfalón) | ανασφαλών (anasfalón) | ανασφαλών (anasfalón) | |
accusative | ανασφαλή (anasfalí) | ανασφαλή (anasfalí) | ανασφαλές (anasfalés) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλή (anasfalí) | |
vocative | ανασφαλή (anasfalí) ανασφαλής (anasfalís) |
ανασφαλής (anasfalís) | ανασφαλές (anasfalés) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλείς (anasfaleís) | ανασφαλή (anasfalí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανασφαλής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανασφαλής, etc.)