ανατολίτικος • (anatolítikos) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολίτικος • | ανατολίτικη • | ανατολίτικο • | ανατολίτικοι • | ανατολίτικες • | ανατολίτικα • |
genitive | ανατολίτικου • | ανατολίτικης • | ανατολίτικου • | ανατολίτικων • | ανατολίτικων • | ανατολίτικων • |
accusative | ανατολίτικο • | ανατολίτικη • | ανατολίτικο • | ανατολίτικους • | ανατολίτικες • | ανατολίτικα • |
vocative | ανατολίτικε • | ανατολίτικη • | ανατολίτικο • | ανατολίτικοι • | ανατολίτικες • | ανατολίτικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατολίτικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατολίτικος, etc.) |