Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αναφυτεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αναφυτεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αναφυτεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αναφυτεύω you have here. The definition of the word
αναφυτεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αναφυτεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Inherited from Katharevousa ἀναφυτεύω, from Ancient Greek ἀναφυτεύω (anaphuteúō). Morphologically, from ανα- (“re-, again”) + φυτεύω (“I plant”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.fiˈte.vo/
- Hyphenation: α‧να‧φυ‧τεύ‧ω
Verb
αναφυτεύω • (anafytévo) (past αναφύτευσα, passive αναφυτεύομαι)
- (horticulture, formal) to replant
Conjugation
αναφυτεύω αναφυτεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναφυτεύω
|
αναφυτεύσω
|
αναφυτεύομαι
|
αναφυτευθώ, αναφυτευτώ
|
2 sg
|
αναφυτεύεις
|
αναφυτεύσεις
|
αναφυτεύεσαι
|
αναφυτευθείς, αναφυτευτείς
|
3 sg
|
αναφυτεύει
|
αναφυτεύσει
|
αναφυτεύεται
|
αναφυτευθεί, αναφυτευτεί
|
|
1 pl
|
αναφυτεύουμε, [‑ομε]
|
αναφυτεύσουμε, [‑ομε]
|
αναφυτευόμαστε
|
αναφυτευθούμε, αναφυτευτούμε
|
2 pl
|
αναφυτεύετε
|
αναφυτεύσετε
|
αναφυτεύεστε, αναφυτευόσαστε
|
αναφυτευθείτε, αναφυτευτείτε
|
3 pl
|
αναφυτεύουν(ε)
|
αναφυτεύσουν(ε)
|
αναφυτεύονται
|
αναφυτευθούν(ε), αναφυτευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναφύτευα
|
αναφύτευσα1
|
αναφυτευόμουν(α)
|
αναφυτεύθηκα, αναφυτεύτηκα
|
2 sg
|
αναφύτευες
|
αναφύτευσες
|
αναφυτευόσουν(α)
|
αναφυτεύθηκες, αναφυτεύτηκες
|
3 sg
|
αναφύτευε
|
αναφύτευσε
|
αναφυτευόταν(ε)
|
αναφυτεύθηκε, αναφυτεύτηκε
|
|
1 pl
|
αναφυτεύαμε
|
αναφυτεύσαμε
|
αναφυτευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναφυτευθήκαμε, αναφυτευτήκαμε
|
2 pl
|
αναφυτεύατε
|
αναφυτεύσατε
|
αναφυτευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναφυτευθήκατε, αναφυτευτήκατε
|
3 pl
|
αναφύτευαν, αναφυτεύαν(ε)
|
αναφύτευσαν, αναφυτεύσαν(ε)
|
αναφυτεύονταν, (αναφυτευόντουσαν)
|
αναφυτεύθηκαν, αναφυτευθήκαν(ε), αναφυτεύτηκαν, αναφυτευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναφυτεύω ➤
|
θα αναφυτεύσω ➤
|
θα αναφυτεύομαι ➤
|
θα αναφυτευθώ / αναφυτευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναφυτεύεις, …
|
θα αναφυτεύσεις, …
|
θα αναφυτεύεσαι, …
|
θα αναφυτευθείς / αναφυτευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναφυτεύσει
|
έχω, έχεις, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί είμαι, είσαι, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναφυτεύσει
|
είχα, είχες, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί ήμουν, ήσουν, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναφυτεύσει
|
θα έχω, θα έχεις, … αναφυτευθεί / αναφυτευτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναφύτευε
|
αναφύτευσε
|
—
|
αναφυτεύσου
|
2 pl
|
αναφυτεύετε
|
αναφυτεύστε
|
αναφυτεύεστε
|
αναφυτευθείτε, αναφυτευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναφυτεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναφυτεύσει ➤
|
αναφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναφυτεύσει
|
αναφυτευθεί, αναφυτευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Also rare colloquial αναφύτεψα (anafýtepsa), analogous to the standard ξαναφύτεψα (xanafýtepsa, “I planted again”) • Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
- ξαναφυτεύω (xanafytévo, “I plant again”) (standard, not formal)
- and see: φυτεύω (fytévo, “to plant”) and φυτό n (fytó, “plant”)