αναχλός • (anachlós) m (feminine αναχλή, neuter αναχλό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναχλός (anachlós) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλοί (anachloí) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) | |
genitive | αναχλού (anachloú) | αναχλής (anachlís) | αναχλού (anachloú) | αναχλών (anachlón) | αναχλών (anachlón) | αναχλών (anachlón) | |
accusative | αναχλό (anachló) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλούς (anachloús) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) | |
vocative | αναχλέ (anachlé) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλοί (anachloí) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) |