From Ancient Greek ἀναχρονισμός (anakhronismós, “anachronism”).
αναχρονισμός • (anachronismós) m (plural αναχρονισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναχρονισμός (anachronismós) | αναχρονισμοί (anachronismoí) |
genitive | αναχρονισμού (anachronismoú) | αναχρονισμών (anachronismón) |
accusative | αναχρονισμό (anachronismó) | αναχρονισμούς (anachronismoús) |
vocative | αναχρονισμέ (anachronismé) | αναχρονισμοί (anachronismoí) |