Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ανδραποδίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ανδραποδίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ανδραποδίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
ανδραποδίζω you have here. The definition of the word
ανδραποδίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ανδραποδίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /an.ðɾa.poˈði.zo/
- Hyphenation: αν‧δρα‧πο‧δί‧ζω
Verb
ανδραποδίζω • (andrapodízo) (past ανδραπόδισα, passive ανδραποδίζομαι, p‑past ανδραποδίστηκα/ανδραποδίσθηκα, ppp ανδραποδισμένος)
- (formal) Alternative form of εξανδραποδίζω (exandrapodízo, “to enslave”)
Conjugation
ανδραποδίζω ανδραποδίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ανδραποδίζω
|
ανδραποδίσω
|
ανδραποδίζομαι
|
ανδραποδιστώ, ανδραποδισθώ1
|
2 sg
|
ανδραποδίζεις
|
ανδραποδίσεις
|
ανδραποδίζεσαι
|
ανδραποδιστείς, ανδραποδισθείς
|
3 sg
|
ανδραποδίζει
|
ανδραποδίσει
|
ανδραποδίζεται
|
ανδραποδιστεί, ανδραποδισθεί
|
|
1 pl
|
ανδραποδίζουμε, [‑ομε]
|
ανδραποδίσουμε, [‑ομε]
|
ανδραποδιζόμαστε
|
ανδραποδιστούμε, ανδραποδισθούμε
|
2 pl
|
ανδραποδίζετε
|
ανδραποδίσετε
|
ανδραποδίζεστε, ανδραποδιζόσαστε
|
ανδραποδιστείτε, ανδραποδισθείτε
|
3 pl
|
ανδραποδίζουν(ε)
|
ανδραποδίσουν(ε)
|
ανδραποδίζονται
|
ανδραποδιστούν(ε), ανδραποδισθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ανδραπόδιζα
|
ανδραπόδισα
|
ανδραποδιζόμουν(α)
|
ανδραποδίστηκα, ανδραποδίσθηκα1
|
2 sg
|
ανδραπόδιζες
|
ανδραπόδισες
|
ανδραποδιζόσουν(α)
|
ανδραποδίστηκες, ανδραποδίστηκες
|
3 sg
|
ανδραπόδιζε
|
ανδραπόδισε
|
ανδραποδιζόταν(ε)
|
ανδραποδίστηκε, ανδραποδίστηκε
|
|
1 pl
|
ανδραποδίζαμε
|
ανδραποδίσαμε
|
ανδραποδιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ανδραποδιστήκαμε, ανδραποδισθήκαμε
|
2 pl
|
ανδραποδίζατε
|
ανδραποδίσατε
|
ανδραποδιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ανδραποδιστήκατε, ανδραποδισθήκατε
|
3 pl
|
ανδραπόδιζαν, ανδραποδίζαν(ε)
|
ανδραπόδισαν, ανδραποδίσαν(ε)
|
ανδραποδίζονταν, (ανδραποδιζόντουσαν)
|
ανδραποδίστηκαν, ανδραποδιστήκαν(ε), ανδραποδίστηκαν, ανδραποδισθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ανδραποδίζω ➤
|
θα ανδραποδίσω ➤
|
θα ανδραποδίζομαι ➤
|
θα ανδραποδιστώ / ανδραποδισθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ανδραποδίζεις, …
|
θα ανδραποδίσεις, …
|
θα ανδραποδίζεσαι, …
|
θα ανδραποδιστείς / ανδραποδισθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ανδραποδίσει έχω, έχεις, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί είμαι, είσαι, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ανδραποδίσει είχα, είχες, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί ήμουν, ήσουν, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδίσει θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ανδραποδιστεί / ανδραποδισθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ανδραπόδιζε
|
ανδραπόδισε
|
—
|
ανδραποδίσου
|
2 pl
|
ανδραποδίζετε
|
ανδραποδίστε
|
ανδραποδίζεστε
|
ανδραποδιστείτε, ανδραποδισθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ανδραποδίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ανδραποδίσει ➤
|
ανδραποδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ανδραποδίσει
|
ανδραποδιστεί, ανδραποδισθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. passive forms with -στ- are less formal than the ones with -σθ- • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|