ανδρείος • (andreíos) m (feminine ανδρεία, neuter ανδρείο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανδρείος (andreíos) | ανδρεία (andreía) | ανδρείο (andreío) | ανδρείοι (andreíoi) | ανδρείες (andreíes) | ανδρεία (andreía) | |
genitive | ανδρείου (andreíou) | ανδρείας (andreías) | ανδρείου (andreíou) | ανδρείων (andreíon) | ανδρείων (andreíon) | ανδρείων (andreíon) | |
accusative | ανδρείο (andreío) | ανδρεία (andreía) | ανδρείο (andreío) | ανδρείους (andreíous) | ανδρείες (andreíes) | ανδρεία (andreía) | |
vocative | ανδρείε (andreíe) | ανδρεία (andreía) | ανδρείο (andreío) | ανδρείοι (andreíoi) | ανδρείες (andreíes) | ανδρεία (andreía) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανδρείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανδρείος, etc.)