ανδρώνω • (andróno) (past άνδρωσα, passive ανδρώνομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανδρώνω | ανδρώσω | ανδρώνομαι | ανδρωθώ |
2 sg | ανδρώνεις | ανδρώσεις | ανδρώνεσαι | ανδρωθείς |
3 sg | ανδρώνει | ανδρώσει | ανδρώνεται | ανδρωθεί |
1 pl | ανδρώνουμε, [‑ομε] | ανδρώσουμε, [‑ομε] | ανδρωνόμαστε | ανδρωθούμε |
2 pl | ανδρώνετε | ανδρώσετε | ανδρώνεστε, ανδρωνόσαστε | ανδρωθείτε |
3 pl | ανδρώνουν(ε) | ανδρώσουν(ε) | ανδρώνονται | ανδρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | άνδρωνα | άνδρωσα | ανδρωνόμουν(α) | ανδρώθηκα |
2 sg | άνδρωνες | άνδρωσες | ανδρωνόσουν(α) | ανδρώθηκες |
3 sg | άνδρωνε | άνδρωσε | ανδρωνόταν(ε) | ανδρώθηκε |
1 pl | ανδρώναμε | ανδρώσαμε | ανδρωνόμασταν, (‑όμαστε) | ανδρωθήκαμε |
2 pl | ανδρώνατε | ανδρώσατε | ανδρωνόσασταν, (‑όσαστε) | ανδρωθήκατε |
3 pl | άνδρωναν, ανδρώναν(ε) | άνδρωσαν, ανδρώσαν(ε) | ανδρώνονταν, (ανδρωνόντουσαν) | ανδρώθηκαν, ανδρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανδρώνω ➤ | θα ανδρώσω ➤ | θα ανδρώνομαι ➤ | θα ανδρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανδρώνεις, … | θα ανδρώσεις, … | θα ανδρώνεσαι, … | θα ανδρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανδρώσει έχω, έχεις, … ανδρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανδρωθεί είμαι, είσαι, … ανδρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανδρώσει είχα, είχες, … ανδρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανδρωθεί ήμουν, ήσουν, … ανδρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανδρώσει θα έχω, θα έχεις, … ανδρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανδρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανδρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | άνδρωνε | άνδρωσε | — | ανδρώσου |
2 pl | ανδρώνετε | ανδρώστε | ανδρώνεστε | ανδρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανδρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανδρώσει ➤ | ανδρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανδρώσει | ανδρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||