ανεκδήλωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεκδήλωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεκδήλωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεκδήλωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεκδήλωτος you have here. The definition of the word ανεκδήλωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεκδήλωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανεκδήλωτος (anekdílotosm (feminine ανεκδήλωτη, neuter ανεκδήλωτο)

  1. unrevealed, secret, hidden
    Synonym: κρυφός (kryfós)

Declension

Declension of ανεκδήλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκδήλωτος (anekdílotos) ανεκδήλωτη (anekdíloti) ανεκδήλωτο (anekdíloto) ανεκδήλωτοι (anekdílotoi) ανεκδήλωτες (anekdílotes) ανεκδήλωτα (anekdílota)
genitive ανεκδήλωτου (anekdílotou) ανεκδήλωτης (anekdílotis) ανεκδήλωτου (anekdílotou) ανεκδήλωτων (anekdíloton) ανεκδήλωτων (anekdíloton) ανεκδήλωτων (anekdíloton)
accusative ανεκδήλωτο (anekdíloto) ανεκδήλωτη (anekdíloti) ανεκδήλωτο (anekdíloto) ανεκδήλωτους (anekdílotous) ανεκδήλωτες (anekdílotes) ανεκδήλωτα (anekdílota)
vocative ανεκδήλωτε (anekdílote) ανεκδήλωτη (anekdíloti) ανεκδήλωτο (anekdíloto) ανεκδήλωτοι (anekdílotoi) ανεκδήλωτες (anekdílotes) ανεκδήλωτα (anekdílota)

Coordinate terms