ανεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανεκτικός you have here. The definition of the word ανεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

ανεκτικός (anektikósm (feminine ανεκτική, neuter ανεκτικό)

  1. tolerant, lenient, broadminded, permissive

Declension

Declension of ανεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεκτικός (anektikós) ανεκτική (anektikí) ανεκτικό (anektikó) ανεκτικοί (anektikoí) ανεκτικές (anektikés) ανεκτικά (anektiká)
genitive ανεκτικού (anektikoú) ανεκτικής (anektikís) ανεκτικού (anektikoú) ανεκτικών (anektikón) ανεκτικών (anektikón) ανεκτικών (anektikón)
accusative ανεκτικό (anektikó) ανεκτική (anektikí) ανεκτικό (anektikó) ανεκτικούς (anektikoús) ανεκτικές (anektikés) ανεκτικά (anektiká)
vocative ανεκτικέ (anektiké) ανεκτική (anektikí) ανεκτικό (anektikó) ανεκτικοί (anektikoí) ανεκτικές (anektikés) ανεκτικά (anektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεκτικός, etc.)