ανελικτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανελικτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανελικτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανελικτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανελικτικός you have here. The definition of the word ανελικτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανελικτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανελικτικός (aneliktikósm (feminine ανελικτική, neuter ανελικτικό)

  1. evolutionary
    Synonym: εξελικτικός (exeliktikós)

Declension

Declension of ανελικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανελικτικός (aneliktikós) ανελικτική (aneliktikí) ανελικτικό (aneliktikó) ανελικτικοί (aneliktikoí) ανελικτικές (aneliktikés) ανελικτικά (aneliktiká)
genitive ανελικτικού (aneliktikoú) ανελικτικής (aneliktikís) ανελικτικού (aneliktikoú) ανελικτικών (aneliktikón) ανελικτικών (aneliktikón) ανελικτικών (aneliktikón)
accusative ανελικτικό (aneliktikó) ανελικτική (aneliktikí) ανελικτικό (aneliktikó) ανελικτικούς (aneliktikoús) ανελικτικές (aneliktikés) ανελικτικά (aneliktiká)
vocative ανελικτικέ (aneliktiké) ανελικτική (aneliktikí) ανελικτικό (aneliktikó) ανελικτικοί (aneliktikoí) ανελικτικές (aneliktikés) ανελικτικά (aneliktiká)